- επανα-
- ἐπανα- και ἐπαν- (AM)μσν.- νεοελλ.Α' συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β' συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.)β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.)γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω«επαναπαύομαι», αναπαύομαι επάνωκ.λπ.)αρχ.συνήθως υπάρχει σύμπτωση τής πρόθ. επί με ρήμα σύνθετο με την πρόθ. ανά («επαναβιβάζω», επι-αναβιβάζω«επανακτώμαι», επι-ανακτώμαι).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά. Το σύμπλεγμα μαρτυρείται ως συνθετ. με τη σημασία τής επαναλήψεως ήδη από τους αρχαίους χρόνους σε σύνθετα που δεν απαντούν χωρίς την πρόθεση επί: επανα-διπλάζω (όχι *ανα-διπλάζώ)επανα-κλαγγάνω (όχι *ανα-κλαγγάνω). Στη νέα Ελληνική το σύμπλεγμα ενισχυμένο επιτατικά από τις δύο προθέσεις εκτόπισε κατά πολύ την πρόθεση ανά ως Α' συνθετικό δηλωτικό επαναλήψεως (πρβλ. ανα-βιώνω).ΣΥΝΘ. επαναδίδω(μι), επαναλαμβάνω, επαναπαύω, επανασώζω, επαναφέρω, επανέρχομαι, επάνοδοςαρχ.επαναβαθμός, επαναβιβάζω, επαναδιπλώ, επανακλαγγάνω, επαναλείφω, επανανεάζω, επανατρυγώ, επανεμώ, επανισώαρχ.-μσν.επαναδιπλάζω, επανήκωμσν.επανασπορά, επανέλενσιςμσν.- νεοελλ.επανακτώνεοελλ.επαναβίωση, επαναβλέπω, επαναβρέχω, επαναθέτω, επαναρχίζω, επανασυνδέω, επανατάσσω, επανεκδίδω, επανεκλέγω, επανεξάγω].
Dictionary of Greek. 2013.